Για πανδημία της νόσου Αλτσχάιμερ στην Ελλάδα τα επόμενα χρόνια μιλούν οι ειδικοί, καθώς μέσα στις επόμενες δύο δεκαετίες, ο αριθμός των πασχόντων στη χώρα μας, που αυτή τη στιγμή υπολογίζεται σε 300.000 – 500.000 άτομα, αναμένεται να διπλασιαστεί.
Η Ελλάδα είναι απροετοίμαστη τόσο από πλευράς δομών, όσο και από πλευράς έρευνας, για να αντιμετωπίσει τη νόσο Αλτσχάιμερ, η οποία πλήττει κυρίως άτομα άνω των 80 σε ένα ποσοστό έως 40%.
Η επισήμανση ανήκει στον διευθυντή του Κέντρου Εξατομικευμένης Ιατρικής για τη νόσο Αλτσχάιμερ, στο Πανεπιστήμιο «Johns Hopkins», επίτιμο καθηγητή Ιατρικής του Ιδρύματος και πρόεδρο της «Ελληνικής Πρωτοβουλίας Ενάντια στη Νόσο Αλτσχάιμερ», Κωσταντίνο Λυκέτσο.
Ο διεθνώς αναγνωρισμένος επιστήμονας στη φροντίδα και θεραπευτική αντιμετώπιση ασθενών με Αλτσχάιμερ, σε συνέντευξη του στο Πρακτορείο FM εξηγεί αναλυτικά τι πρέπει να γίνει για να καλυφθούν οι ελλείψεις στη χώρα μας, μιλά για τις συνεργασίες που αναπτύσσει το «Johns Hopkins» με το Ιόνιο Πανεπιστήμιο και άλλα ερευνητικά κέντρα της Ελλάδας, καθώς επίσης και για τους νέους φαρμακευτικούς δρόμους που επιχειρεί να ανοίξει μαζί με την ομάδα του, για την πάθηση που όπως τονίζει, δεν είναι μία, αλλά πολλές.
Από τα λεγόμενα του πάντως, διαφαίνεται ότι υπάρχει ακόμη αρκετός δρόμος για την αντιμετώπιση της νόσου που απασχολεί την ιατρική κοινότητα για περισσότερο από έναν αιώνα, καθώς το 1906 ο Δρ Alois Alzheimer περιέγραψε για πρώτη φορά την ασθένεια που αργότερα έλαβε το όνομά του.
Στους άνω των 80 έως και το 40% πάσχει από Αλτσχάιμερ – Γενετικό το πρόβλημα σε ένα ποσοστό 60%.
Ο βασικός λόγος που τα ποσοστά της νόσου Αλτσχάιμερ ολοένα και αυξάνονται σύμφωνα με τον κ. Λυκέτσο, είναι ότι έχει αυξηθεί το προσδόκιμο επιβίωσης. «Στους 80άρηδες και 90άρηδες το ποσοστό άνοιας πλησιάζει το 30-40%. Όσον αφορά τους παράγοντες κινδύνου, ένα περίπου 60% της άνοιας πλέον θεωρούμε ότι είναι γενετικό, με πολλά γονίδια να έχουν κάποιο συσχετισμό, χωρίς όμως ακόμα να έχουν ξεκαθαριστεί αυτά.
Βέβαια, υπάρχουν διάφοροι παράγοντες, όπως είναι η διατροφή, η κατάθλιψη, οι εγκεφαλικές κακώσεις, αλλά και διάφοροι άλλοι που επηρεάζουν την πιθανότητα να πάθουμε άνοια στην τρίτη ηλικία». Η δραστηριότητα, η καλή διατροφή, η αντιμετώπιση του βάρους, η αντιμετώπιση του διαβήτη, η ελάττωση του καπνίσματος, τέτοιους είδους αλλαγές στον τρόπο ζωής επωφελούν στην πρόληψη, συνεχίζει ο καθηγητής.
Επισημαίνει όμως, ότι από τη στιγμή που εμφανιστούν τα συμπτώματα έχει αρχίσει η εγκεφαλική βλάβη και είναι δύσκολο πια αυτές οι αλλαγές να αντιστρέψουν την κατάσταση, παρόλο που μπορεί να την καθυστερήσουν. «Από κει και πέρα όμως, αυτές είναι γενετικά προδιαγεγραμμένες βιολογικές μορφές αρρώστιας, οπότε κάποια στιγμή θα χρειαστούν και φάρμακα. Tο ποιο φάρμακο όμως, για ποιον θα είναι πιο αποτελεσματικό, ακόμα δεν έχει ξεκαθαριστεί».
Στο μικροσκόπιο αντικαταθλιπτικά – Μακριά από τα αμυλοειδή οι αναζητήσεις της ερευνητικής ομάδας
Στο εργαστήριο του καθηγητή Λυκέτσου, όπως εξηγεί, αναπτύσσουν τρία πιλοτικά προγράμματα δοκιμάζοντας διάφορες κατηγορίες φαρμάκων, «που όμως δεν είναι γύρω από τα αμυλοειδή. Το ένα αφορά φάρμακα που ήδη κυκλοφορούν στην αγορά και προσπαθούμε να αποδείξουμε ότι μπορούν να αυξήσουν την αιμάτωση του εγκεφάλου (καθώς υπάρχουν αγγειακοί παράγοντες που επηρεάζουν την άνοια και την πρόοδο της) και να καλυτερεύσουν την πορεία της νόσου.
Το δεύτερο πρόγραμμα αφορά στους αναστολείς της σφιγγομυελινάσης, τα οποία είναι πρωτοπόρα φάρμακα, και έχουν πολύ καλά πρώτα δεδομένα ότι σε κάποιες περιπτώσεις ασθενών, μπορούν να βοηθήσουν.
Και το τρίτο πρόγραμμα αφορά στους εκλεκτικούς αναστολείς επαναπρόσληψης σεροτονίνης (σσ είναι μια κατηγορία φαρμάκων που χρησιμοποιούνται ως αντικαταθλιπτικά για τη θεραπεία της μείζονος καταθλιπτικής διαταραχής και των διαταραχών άγχους). Περίπου το 30-40% των ασθενών πρώτα εμφανίζουν νευροψυχιατρικά συμπτώματα, όπως ευερεθιστότητα, άγχος, δυσφορία, 2-4 χρόνια πριν από την άνοια. Σε αυτό το πρόγραμμα ευελπιστούμε να δοθούν σε αυτούς τους ανθρώπους εγκαίρως αυτά τα φάρμακα, προκειμένου να επιβραδυνθεί η έλευση της νόσου. Η γενική ιδέα είναι ότι η άνοια και το αλτσχάιμερ δεν είναι μία πάθηση, αλλά μια σειρά από παθήσεις».
Επιφυλάξεις για τα μονοκλωνικά lecanemab και donanemab
Όσον αφορά τα μονοκλωνικά αντισώματα, lecanemab, το οποίο καθυστερεί την εξέλιξη της νόσου στα πρώτα στάδια και πρόσφατα εγκρίθηκε από τον FDA, και το donanemab που λέγεται ότι περιορίζει τον εκφυλισμό του εγκεφάλου, για τα οποία γίνεται μεγάλος ντόρος τον τελευταίο καιρό στην ιατρική κοινότητα, ο κ. Λυκέτσος εμφανίζεται επιφυλακτικός: «Βλέπουμε τώρα φάρμακα που έρχονται να ελαττώσουν την επιβάρυνση του εγκεφάλου με πρωτεΐνες.
Τα φάρμακα που τώρα εγκρίνονται γρήγορα-γρήγορα, όντως αφαιρούν τις πρωτεΐνες αυτές από τον εγκέφαλο, αλλά δεν έχουν μεγάλη θετική επίπτωση στην κλινική εικόνα, απλά την καθυστερούν λιγάκι». Για το lecanemab συγκεκριμένα, ο καθηγητής αναφέρει ότι υπάρχει ελάχιστη καθυστέρηση των κλινικών συμπτωμάτων, παρόλο που όπως λέει, υπάρχει καλή «απόσβεση» των αμυλοειδών στον εγκέφαλο.
Ωστόσο διευκρινίζει ότι αυτό το φάρμακο έχει κινδύνους. Όσον αφορά το donanemab, ο κ. Λυκέτσος εξηγεί ότι όντως ελαττώνει λίγο την πορεία της νόσου, αλλά επιταχύνει την ελάττωση του όγκου του εγκεφάλου, κάτι που όπως τονίζει, οι ειδικοί δεν γνωρίζουν τι σημαίνει, και αν είναι καλό.
«Αυτά τα φάρμακα επειδή βγάζουν τα αμυλοειδή από τον εγκέφαλο, κάνουν τα αγγεία του πιο πορώδη και με αυτό τον τρόπο μπαίνουν υγρά μέσα στον εγκέφαλο και μπορεί να δημιουργηθούν και αιμορραγίες. Με τη ντονεμάμπη έχουμε δει θνησιμότητα περίπου 4 τοις χιλίοις».
Να δημιουργηθεί εσπευσμένα διυπουργικό σχήμα για την εφαρμογή του Εθνικού Σχεδίου Δράσης
Η Ελληνική Πρωτοβουλία Ενάντια στη νόσο Αλτσχάιμερ αποτελεί μια διεθνή, διεπιστημονική συνεργασία από κορυφαίους κλινικούς ιατρούς, ερευνητές των νευροεπιστημών, αλλά και ανθρώπους που εκπροσωπούν οικογένειες που ζουν με τη νόσο. Ιδρύθηκε πριν από 3,5 χρόνια, έχει 35 μέλη και ο καθηγητής Λυκέτσος μαζί με τον καθηγητή Παναγιώτη Βλάμο του Ιονίου Πανεπιστημίου, είναι πρόεδροι.
Σκοπεύουμε να κάνουμε δύο πράγματα τα οποία είναι συνδεδεμένα: Το ένα είναι να ετοιμάσουμε, τη χώρα για την πανδημία του Αλτσχάιμερ, και το δεύτερο είναι να αναπτύξουμε την ερευνητική συμμετοχή Ελλήνων στην έρευνα, σχετικά με την αντιμετώπιση της νόσου, αναφέρει ο κ. Λυκέτσος για να συμπληρώσει στη συνέχεια ότι όσον αφορά το Εθνικό Σχέδιο Δράσης, που δημιουργήθηκε το 2012 από το Εθνικό Παρατηρητήριο για την άνοια, (το οποίο ανήκει στο υπουργείο Υγείας), λόγω κρίσης κυρίως, δεν έχει προχωρήσει. «Τώρα, εμείς προσπαθούμε να εφαρμόσουμε κομμάτια του σχεδίου.
Για παράδειγμα να δημιουργήσουμε κέντρα μνήμης και ιατρεία ημέρας σε όλη τη χώρα, τα οποία είναι πιστοποιημένα από μας. Έχουμε γύρω στα 12 προγράμματα σε όλη τη χώρα που έχουν πιστοποιηθεί. Παράλληλα, έχουμε προτείνει στο υπουργείο Eπικρατείας, πριν την αλλαγή της Κυβέρνησης, να αναπτυχθεί οπωσδήποτε ένα διυπουργικό σχήμα, το οποίο να μπορέσει να προχωρήσει την εφαρμογή του Εθνικού Σχεδίου, ξεκινώντας από κάποια αναθεώρηση του σχεδίου.
Κι αυτό πρέπει να γίνει εσπευσμένα, γιατί είναι αρκετά απροετοίμαστη η χώρα». Τι πρέπει όμως να γίνει, προκειμένου η Ελλάδα να προετοιμαστεί για την πανδημία της νόσου Αλτσχάιμερ; ερωτάται ο καθηγητής.
Δημιουργία τοπικών δομών βάσει της κατανομής των ασθενών- Συνεργασία κράτους-ιδιωτών
«Έχουμε υπολογίσει ότι αυτή τη στιγμή 300.000 – 500.000 άτομα ζουν στην Ελλάδα, είτε με άνοια, είτε με πρώιμη διαταραχή που θα εξελιχθεί σε άνοια. Και αν προσθέσει κανείς ότι καθένα από αυτά τα άτομα, έχει δύο με τρεις φροντιστές, μιλάμε για ένα εκατομμύριο Έλληνες που καθημερινά ασχολούνται με τη νόσο. Αυτό το νούμερο αναμένεται να διπλασιαστεί στα επόμενα 20 με 30 χρόνια και άρα το πρώτο που πρέπει να γίνει είναι να παρακολουθούνται αυτά τα νούμερα, αλλά και η κατανομή τους.
Να ξέρουμε πού είναι αυτοί οι άνθρωποι, με τους λεγόμενους “χάρτες θερμότητας” που έχουμε αναπτύξει στην Πρωτοβουλία, και βάσει αυτών, να δημιουργηθούν οι κατάλληλες δομές τοπικά. Αυτές οι δομές θα χρειαστούν μία συνεργασία κράτους και ιδιωτικού τομέα. Δεν μπορεί κάποιος να αντιμετωπίσει την άνοια στην Περιφέρεια από την Αθήνα. Αυτή τη στιγμή έχουμε δομές κυρίως στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη. Δεν είναι αρκετές αλλά ευτυχώς υπάρχουν», τονίζει ο κ. Λυκέτσος.
Johns Hopkins και Ιόνιο Πανεπιστήμιο δημιουργούν Κέντρο Ανάλυσης Δεδομένων για την Άνοια
Σχετικά με την ερευνητική συμμετοχή των Ελλήνων επιστημόνων, στην αντιμετώπιση της νόσου, ο κύριος Λυκέτσος αναφέρει ότι πάσχει από διάφορα προβλήματα, γιατί όπως εξηγεί «κατά τη διάρκεια της κρίσης, η χώρα σταμάτησε να συμμετέχει σε συγκεκριμένα ευρωπαϊκά αναπτυξιακά προγράμματα.
Ακόμα δεν έχουμε πείσει το υπουργείο Ανάπτυξης ότι πρέπει να πληρώσει τις όχι πολύ ακριβές συνδρομές για να μπορούν οι Έλληνες επιστήμονες να συμμετέχουν στα αντίστοιχα ευρωπαϊκά προγράμματα για τις νευροεκφυλιστικές νόσους και την άνοια, αλλά επίσης, δεν υπάρχουν δομές. Σιγά σιγά όμως, δημιουργούμε δομές και συνεργασίες που συνδέουν πολλά πανεπιστήμια εντός και εκτός Ελλάδας, για να κάνουν έρευνα γύρω από την άνοια.
Πχ. έχουμε συμφωνία μεταξύ του «Johns Hopkins» και του Ιονίου Πανεπιστημίου να δημιουργήσουμε ένα κέντρο ανάλυσης δεδομένων για την άνοια. Επίσης, μία άλλη συνεργασία που έχουμε ξεκινήσει είναι σε ασθενείς που κάνουν μαγνητική τομογραφία εγκεφάλου (MRI) να γίνονται αυτόματες επεξεργασίες χρησιμοποιώντας πρωτόκολλα που έχουμε δημιουργήσει στο Johns Hopkins, τα οποία βοηθούν στη διάγνωση. Έχουμε ήδη συνεργασία με δύο κέντρα, ένα στην Αθήνα και ένα στη Λάρισα, που κάνουμε τα πρώτα πιλοτικά προγράμματα, και σιγά σιγά θα το αναπτύξουμε σε όλη τη χώρα».
Μην φοβάστε την ταμπέλα
Ο επίτιμος καθηγητής Ιατρικής του «Johns Hopkins», αναφερόμενος στις καινούργιες θεραπείες , επισημαίνει ότι δεν θα ελαττώσουν τα νούμερα των ανθρώπων που πάσχουν από τη νόσο, γιατί καθυστερώντας την πορεία της άνοιας, θα αυξηθεί ο επιπολασμός. «Άρα η προετοιμασία της χώρας έχει να κάνει με την αναγνώριση, τη διάγνωση, και την δημιουργία καθημερινών συνθηκών, για να μπορούν και οι ασθενείς και οι οικογένειές τους να έχουν όσο το δυνατόν καλύτερη ποιότητα ζωής» Η άνοια αυτή τη στιγμή μπορεί να είναι μία πολύ δύσκολη πάθηση, αλλά υπάρχει τρόπος να αντιμετωπιστεί και η έγκαιρη διάγνωση έχει πολύ μεγάλη σημασία, γιατί θέτει τις προδιαγραφές για μία μακροχρόνια αντιμετώπιση, καθώς η ασθένεια αυτή μπορεί να διαρκέσει 5-10 ακόμη και 20 χρόνια, τονίζει ο κορυφαίος ερευνητής. «Πολύς κόσμος λέει δεν θέλω να βάλω ταμπέλα.
Μα, την ταμπέλα δεν την βάζουμε εμείς οι κλινικοί με τη διάγνωση, αλλά την βάζει μόνη της η αρρώστια. Εμείς θέλουμε να σας βοηθήσουμε να την αντιμετωπίσετε. Μην σηκώνετε ψηλά τα χέρια και μην λέτε ότι δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα. Μπορούμε να κάνουμε πάρα πολλά που θα βοηθήσουν σημαντικά την ποιότητα ζωής. Αλλά πρώτα, πρέπει ο κόσμος να το αναγνωρίσει αυτό και δεύτερον, πρέπει σαν χώρα να δημιουργήσουμε τις δομές».